θάμπωμα

θάμπωμα
τό
1) ослепление (от яркого света); 2) перен. сильное впечатление; изумление; 3) потускнение, тусклость; 4) помутнение;

θάμπωμα της οράσεως — помутнение зрения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θάμπωμα" в других словарях:

  • θάμπωμα — το, ατος 1. θόλωμα: Θάμπωμα του γυαλιού. 2. σκοτείνιασμα: Θάμπωμα των ματιών. 3. κατάπληξη, θαυμασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάμπωμα — το [θαμπώνω] 1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη 2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα 3. μείωση τής όρασης …   Dictionary of Greek

  • κατάπληξη — η (Α κατάπληξις) [καταπλήσσω] έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός αρχ. 1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῡ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.) 2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα 3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη …   Dictionary of Greek

  • αποτυφλώνω — (AM ἀποτυφλῶ, όω, Μ κ. τυφλώνω) 1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω 2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά 3. ( ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι αρχ. 1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) …   Dictionary of Greek

  • θάμβωμα — το [θαμβώ] βλ. θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θάμπωση — και θάμβωση, η [θαμπώνω] 1. η πράξη και η ενέργεια τού θαμπώνω 2. το αποτέλεσμα τού θαμπώνω, το θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • θαμπάδι — το το θάμπωμα, το θάμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδι* (πρβλ. γλυκ άδι, κοκκιν άδι)] …   Dictionary of Greek

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • θολάδα — η [θολός] 1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας 2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θόλωμα — το (Μ θόλωμα) [θολώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, η θόλωση, η θολούρα μσν. αλλοίωση τού χρώματος, θάμπωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»